συνδρήστειρα

συνδρήστειρα
ἡ, Α
ιων. τ. συνεργός, βοηθός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ιων. τ. αντί *συνδράστειρα < συνδρῶ (πρβλ. αόρ. συν-έ-δρασ-α) + επίθημα -τειρα (πρβλ. κολάσ-τειρα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”